πτωχοτροφείο

πτωχοτροφείο
το / πτωχοτροφεῑον, ΝΜ [πτωχοτρόφος]
πτωχοκομείο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πενητοτροφείον — τὸ, Μ [πενητοτρόφος] πτωχοτροφείο …   Dictionary of Greek

  • πτωχοτροφικός — ή, όν, Μ [πτωχοτρόφος] φρ. «πτωχοτροφικός οἶκος» πτωχοτροφείο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”